Οι ηλεκτρονικές συσκευές προκαλούν αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου και ΔΕΠΥ
Νέα μελέτη δείχνει ότι ο χρόνος των παιδιών μπροστά σε οθόνες συνδέεται με ελαφρώς πιο έντονα συμπτώματα ΔΕΠΥ.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής περιλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χρόνο μπροστά σε κάποια οθόνη και η επιστημονική έρευνα αρχίζει να αποκαλύπτει πώς αυτό μπορεί να επηρεάζει τη συμπεριφορά και την ανάπτυξή των παιδιών. Μια ανάλυση των δεδομένων της μεγάλης αμερικανικής μελέτης Adolescent Brain Cognitive Development (ABCD) έδειξε ότι παιδιά 9–10 ετών που περνούν περισσότερο χρόνο μπροστά σε οθόνες παρουσιάζουν ελαφρώς πιο έντονα συμπτώματα ΔΕΠΥ. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μια μικρή μείωση στο πάχος συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού του εγκεφάλου τους. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Translational Psychiatry.
Αντίκτυπος των οθονών στη συμπεριφορά των παιδιών
Όπως διαβάζουμε στο PsyPost ως «χρόνος οθόνης» ορίζεται το συνολικό χρονικό διάστημα που αφιερώνει ένα άτομο σε συσκευές όπως κινητά, tablets, υπολογιστές ή τηλεοράσεις. Περιλαμβάνει τόσο τη δραστηριότητα, όπως παιχνίδια, όσο και την παθητική παρακολούθηση βίντεο. Τη δεκαετία που πέρασε, τα παιδιά εκτίθενται σε οθόνες όλο και πιο νωρίς, κυρίως λόγω της ευρείας διαθεσιμότητας φορητών συσκευών. Η συνολική χρήση οθονών έχει αυξηθεί σημαντικά, ειδικά κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία, όταν η τηλεκπαίδευση και η ψηφιακή ψυχαγωγία έγιναν καθημερινότητα. Τα μικρότερα παιδιά συνήθως στις οθόνες βλέπουν κινούμενα σχέδια ή παίζουν απλά παιχνίδια, ενώ τα μεγαλύτερα ασχολούνται με τα κοινωνικά δίκτυα, σχολικές δραστηριότητες και πιο σύνθετα παιχνίδια.
Η υπερβολική έκθεση σε οθόνες συνδέεται με μειωμένη διάρκεια ύπνου, καθιστική συμπεριφορά και λιγότερο παιχνίδι στον εξωτερικό χώρο. Ορισμένες μελέτες συνδέουν επίσης τον χρόνο οθόνης με προβλήματα προσοχής και συναισθηματικές δυσκολίες, αν και αυτά επηρεάζονται από το οικογενειακό περιβάλλον και το είδος του περιεχομένου. Η εκπαιδευτική χρήση, όπως διαδραστικές εφαρμογές ή σχολικές εργασίες υπό επίβλεψη, φαίνεται να έχει λιγότερες αρνητικές συνέπειες από την παθητική ψυχαγωγία.
Οι γονείς συχνά δυσκολεύονται να θέσουν όρια, καθώς οι συσκευές έχουν ενσωματωθεί στην καθημερινότητα των παιδιών και αυτά αντιστέκονται στους περιορισμούς. Επιπλέον, πολλά παιδιά χρησιμοποιούν ταυτόχρονα πολλές οθόνες, παρακολουθώντας βίντεο ενώ παίζουν ή συνομιλούν με φίλους. Οι υγειονομικές αρχές συνιστούν περιορισμό του ψυχαγωγικού χρόνου οθονών και ενθαρρύνουν την επιδίωξη της ισορροπίας στις καθημερινές ρουτίνες, με φυσική δραστηριότητα και κοινωνικές επαφές.
Οι ερευνητές επιβεβαίωσαν προηγούμενα ευρήματα ότι τα παιδιά με περισσότερη χρήση οθονών τείνουν να εμφανίζουν πιο έντονα συμπτώματα ΔΕΠΥ, μιας νευροαναπτυξιακής διαταραχής που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή προσοχή ή υπερκινητικότητα/παρορμητικότητα για την ηλικία τους. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα 10.116 παιδιών από την αρχή της μελέτης και για 7.880 από αυτά υπήρχαν δεδομένα και δύο χρόνια αργότερα.
Εγκεφαλικές αλλαγές και ΔΕΠΥ
Ο χρόνος οθόνης μετρήθηκε μέσω ερωτηματολογίου αυτοαναφοράς, ενώ τα συμπτώματα ΔΕΠΥ αξιολογήθηκαν από γονείς και δασκάλους. Τα παιδιά υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία, ώστε να αξιοποιηθούν και πληροφορίες για τη δομή του εγκεφάλου τους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μεγαλύτερος χρόνος οθόνης συνδέεται με ελαφρώς πιο έντονα συμπτώματα ΔΕΠΥ και μικρότερη ανάπτυξη πάχους φλοιού σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως ο δεξιός κροταφικός πόλος, ο αριστερός ανώτερος μετωπιαίος έλικας και ο αριστερός ριζοειδής μέσος μετωπιαίος έλικας.
Οι ερευνητές πρότειναν ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο η μείωση του φλοιού μπορεί εν μέρει να μεσολαβεί στη σχέση μεταξύ χρόνου οθόνης και ΔΕΠΥ, υποστηρίζοντας ότι η χρήση οθονών οδηγεί σε μικρότερη ανάπτυξη φλοιού, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με εντονότερα συμπτώματα. Παρά ταύτα, η ένταση αυτής της σχέσης ήταν μικρή, ανιχνεύσιμη κυρίως λόγω του μεγάλου δείγματος.
Συνολικά, η μελέτη προσφέρει νέα στοιχεία για τους νευρικούς μηχανισμούς που μπορεί να συνδέουν τη χρήση οθονών με τα συμπτώματα ΔΕΠΥ. Παρότι οι συσχετισμοί είναι στατιστικά σημαντικοί, η κλινική επίδραση πιθανόν να είναι περιορισμένη, κρίνεται απαραίτητο να υπογραμμιστεί η ανάγκη για ισορροπημένες συνήθειες χρήσης ψηφιακών συσκευών από τα παιδιά.